-
1 заход
1. ав. η προσέγγιση 2. (резьбы) η αρχή, το ξεκίνημα (του σπειρώματος) 3. (солнца) η δύση του Ηλίου 4. (судна в порт) о ελλι-μενισμ/όςη είσοδος (του πλοίου στον λιμένα)· *порт - а λιμάνι - ούрасходы по - у в порт έξοδα - ού, τα λιμενικά έξοδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заход